πληκτήρ

πληκτήρ
πληκ-τήρ, ῆρος, ,
A = πλῆκτρον, Hdn.Gr.2.922.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πληκτήρ — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πληκτήρ — και δωρ. τ. πλακτήρ, ῆρος, ὁ, Α το πλήκτρο τού πετεινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσσω* + επίθημα τήρ (πρβλ. πρακ τήρ, φυλακ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • πλήττω — και πλήσσω ΝΜΑ καταφέρω πλήγμα, χτυπώ κάποιον με κάτι νεοελλ. 1. τραυματίζω, πληγώνω 2. καταλαμβάνομαι από ανία, αισθάνομαι πλήξη, βαριέμαι 3. στενοχωριέμαι, μελαγχολώ 4. μτφ. πληγώνω ψυχικώς («τὸν έπληξε μεγάλη συμφορά») αρχ. 1. (για τον Δία)… …   Dictionary of Greek

  • πλακτήρ — ῆρος, ὁ, Α (δωρ. τ.) βλ. πληκτήρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”